Πάνος Βλάχος: «Προσπαθώ να διαμαρτύρομαι με τον τρόπο που ζω»

Ο Πάνος Βλάχος είναι από την Καλοσκοπή Φωκίδας.

Πηγή: https://www.kathimerini.gr
Mαρία Αθανασίου / 26.4.2023

Αφού πρωταγωνίστησε για δύο συνεχόμενες σεζόν στην παράσταση που συζητήθηκε περισσότερο στη θεατρική Αθήνα (Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού), ο δημοφιλής ηθοποιός κάνει έναν απολογισμό για όσα έχει μάθει μέσα από το θέατρο και τη ζωή.

Είναι ένα ηλιόλουστο μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας. Έχουμε καταφέρει με δυσκολία να βρούμε ένα μικρό τραπέζι στο καφέ που μου έχει υποδείξει. Στον κεντρικό δρόμο, ακριβώς δίπλα μας, ο θόρυβος της κυκλοφορίας μπλέκεται με τις ζωηρές συζητήσεις από τα γύρω τραπέζια. Μόλις ενεργοποιώ το κασετοφωνάκι, σκύβει προς το μικρόφωνο με πειραχτική διάθεση. «Συνέντευξη με τον Πάνο Βλάχο, Σάββατο πρωί, στο Κουκάκι», λέει με αισθαντική χροιά στη φωνή του. Γελάμε. Θα μπορούσε να εργαστεί ως ραδιοφωνικός παραγωγός, σκέφτομαι, αλλά με προλαβαίνει. «Θα μπορούσα, αλλά δεν θα ήθελα». Όχι ότι βάζει περιορισμούς στα ενδιαφέροντά του. Είναι καλλιτέχνης, ηθοποιός του θεάτρου, της τηλεόρασης, του κινηματογράφου, μουσικός και τραγουδιστής. Στο παρελθόν ήθελε να γίνει επαγγελματίας ποδοσφαιριστής, ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με τα σπορ αντοχής και περιπέτειας, ενώ εργάστηκε σε ναυτιλιακή εταιρεία –σπούδασε στο Τμήμα Ναυτιλιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά– πριν συναντήσει τον Νίκο Καλογερόπουλο, που του σύστησε τον κόσμο της τέχνης.

«Πήγαινα όπου με πήγαινε η ζωή»

«Πριν από την υποκριτική, ήμουν ένας άνθρωπος με πολλή ενέργεια που δεν ήξερε πού να τη διοχετεύσει. Δεν ακολούθησα αυτό που σπούδασα, γιατί δεν μπορούσα να εκφραστώ μέσα από αυτό. Ήμουν σε μια περίοδο που δεν ήξερα με τι ήθελα να ασχοληθώ και πήγαινα όπου με πήγαινε η ζωή. Έπρεπε να περάσω από αυτή τη διαδικασία, έμαθα πολλά, και από την ενασχόλησή μου με τη ναυτιλία και από τις σπουδές μου εκτός υποκριτικής. Δεν ήταν χαμένος χρόνος. Είμαι ευγνώμων που πέρασα από όλα αυτά».

Στα χρόνια των προσωπικών αναζητήσεων συμμετείχε σε μια ερασιτεχνική θεατρική ομάδα του Δήμου Βούλας, όπου τον εντόπισε ο παραγωγός Βασίλης Χριστομόγλου και τον σύστησε στον Νίκο Καλογερόπουλο. Λίγες εβδομάδες αργότερα, παραιτήθηκε από τη δουλειά του στη ναυτιλιακή και έφυγε με τον θίασο περιοδεία με την παράσταση Οι κυνικοί ξανάρχονται. «Ο Καλογερόπουλος με έμπλεξε με το κομμάτι της δημιουργίας, όχι μόνο της υποκριτικής, της δημιουργίας γενικότερα, της μουσικής, της συγγραφής, της σύνθεσης. Δεν είχα ξανασυναντήσει ομάδα ανθρώπων που έγραφαν τραγούδια, έπαιζαν μουσικά όργανα, μάθαιναν καινούργια. Μπήκα μέσα σε αυτό και δημιουργήθηκε ένας πυρήνας που αργότερα άρχισε να γεννάει και αυτός πράγματα. Αν δεν είχα περάσει από αυτό, δεν θα είχα φανταστεί ότι θα ήθελα να γράφω τραγούδια και να συνθέτω εκτός από το να ερμηνεύω ρόλους».

Με τα χρήματα που κέρδισε από το θέατρο χρηματοδότησε τις σπουδές του στο Νέο Ελληνικό Θέατρο του Γιώργου Αρμένη. Ακολούθησαν εμφανίσεις σε τηλεοπτικές σειρές (Η ζωή της άλλης, Οι Βασιλιάδες, Μην αρχίζεις τη μουρμούρα) που τον έκαναν εξαιρετικά γνωστό και δημοφιλή. Αντί όμως να κεφαλαιοποιήσει την επιτυχία του, αποφάσισε να φύγει στις ΗΠΑ, ώστε να συνεχίσει τις σπουδές του στην υποκριτική και να δοκιμάσει την τύχη του στη Μέκκα της βιομηχανίας του θεάματος. Αλλά και στη μουσική, πρώτα κυκλοφόρησε τον πρώτο του δίσκο (Παιχνίδια των παιδιών, 2015) και ύστερα έκανε μαθήματα στη σύνθεση.

Καθώς μου τα αφηγείται όλα αυτά, καταλήγει στο ότι «η πορεία μου μέχρι τώρα δεν ήταν μια ευθεία γραμμή». Περισσότερο μοιάζει με μια συλλογή εμπειριών, στιγμών, αλλά και έμπνευσης που πήρε από τους ανθρώπους με τους οποίους έχει συνεργαστεί. Θυμάται, λέει, μια κουβέντα του Καλογερόπουλου που υπήρξε καθοριστική: «“Πανούλη”, μου είπε, “από μένα μόνο τα καλά να κρατάς”. Αυτό νομίζω με καθόρισε, με την έννοια ότι δεν έχω υπάρξει ποτέ μέλος μιας ομάδας ανθρώπων που είναι ίδιοι και γι’ αυτό ούτε το στιλ της υποκριτικής μου είναι συγκεκριμένο, ούτε το στιλ της μουσικής, ούτε η πορεία μου. Κράτησα από τον Καλογερόπουλο και από τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάστηκα μετά ό,τι ευνοούσε εμένα, χωρίς να θέλω να ακολουθήσω μια συγκεκριμένη πορεία».

«Διαμαρτύρομαι με τον τρόπο που ζω»

Ένας από τους σταθμούς αυτής της πορείας ήταν η γνωριμία του με τον Γιάννη Κακλέα. Στη διάρκεια της συνεργασίας τους στον Ορέστη, έπεσε η ιδέα για το ανέβασμα του έργου του Ντάριο Φο Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού. Εξελίχθηκε σε μία από τις μεγαλύτερες θεατρικές επιτυχίες των τελευταίων δύο σεζόν, με συνεχή sold out. «Με ρωτάνε αν είχα φανταστεί ότι θα γίνει τέτοια επιτυχία. Δεν πρόλαβα να το σκεφτώ, ήμουν τόσο παθιασμένος, ζούσα σε έναν πυρετό δημιουργίας. Και είμαι τόσο ευγνώμων που ο Κακλέας με εμπιστεύτηκε, που είδε ότι μπορώ να δημιουργήσω κάτι πριν ακόμα το δω εγώ». Ήταν μια διαφορετική ανάγνωση του κλασικού έργου του Ιταλού συγγραφέα, η οποία ωστόσο έμενε πιστή στην ουσία της ιστορίας που αφηγείται. «Η ιστορία είναι ότι υπάρχει ένας κόσμος που λειτουργεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο και δυστυχώς δεν αλλάζει, επαναλαμβάνεται. Υπάρχει ένας θάνατος που προκαλείται από την εξουσία και επαναλαμβάνεται από την αρχή του κόσμου μέχρι σήμερα. Μέσα σε αυτό το αλισβερίσι κινείται ο γελωτοποιός, ο οποίος δεν έχει όνομα, φύλο, σεξουαλική προτίμηση, είναι ένα πλάσμα που ανά τους αιώνες παίρνει άλλες μορφές και χρησιμοποιεί διαφορετικούς τρόπους να χτυπάει την εξουσία, με μόνο όπλο το γέλιο. Αυτό συνειδητοποιήσαμε μέσα από την παράσταση και εμείς ως καλλιτέχνες, επειδή έχει το προσωπικό στοιχείο του γελωτοποιού, είναι η θυσία που κάνουν οι άνθρωποι που πονάνε να χρησιμοποιήσουν τον πόνο τους για να γελάσουν αντί να τον κάνουν καταστροφή. Και αυτό για μένα είναι το νόημα στο να υπάρχεις και να δημιουργείς σε έναν κόσμο ο οποίος ξέρουμε ότι δεν θα αλλάξει».

Ο ίδιος δίνει το «παρών» σε διαμαρτυρίες και συμμετέχει σε συλλογικότητες όταν θεωρεί ότι μπορεί να συνεισφέρει στον σκοπό – βρέθηκε, δηλαδή, στη μεγάλη συγκέντρωση διαμαρτυρίας για την τραγωδία των Τεμπών και νωρίτερα συμμετείχε στις κινητοποιήσεις των καλλιτεχνών. Όμως, όπως λέει, «κατά κανόνα προσπαθώ να διαμαρτύρομαι με τον τρόπο που ζω. Ο ειλικρινής τρόπος που περνάω τη μέρα μου, που μιλάω με τους φίλους μου, που ερωτεύομαι, που δουλεύω, που περπατάω στον δρόμο, που ζω σε κοινωνικά σύνολα, που οδηγώ το αυτοκίνητο, τη μηχανή, το ποδήλατό μου, το πώς υπάρχω και πώς δημιουργώ είναι μια μορφή προσωπικής διαμαρτυρίας και αναζήτησης».

Προσπαθεί, λέει, να βλέπει τι τον ενώνει με τους ανθρώπους και όχι τι τον χωρίζει. «Και προσπαθώ να είμαι διαλλακτικός, να ακούω περισσότερο και να κάνω τη δουλειά μου σωστά. Το να κάνω τη δουλειά μου σωστά είναι μια μορφή επανάστασης που σκέφτομαι ότι είναι πολύ σημαντική σήμερα. Σωστά σημαίνει να μην κάνεις τέχνη εις βάρος των συναδέλφων σου, να μην καταπιέζεις, να μη χρησιμοποιείς την εξουσία σου. Αυτό δεν είναι αυτονόητο δυστυχώς. Επιστρέφουμε στο αυτονόητο για να πάμε μπροστά.

Ακόμα δεν έχουμε κατακτήσει το να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας, δεν είμαστε ευγενικοί στον συνάδελφό μας, δεν περπατάμε σε ένα πεζοδρόμιο που λειτουργεί, δεν αφήνουμε χώρο για ανθρώπους που κινούνται με αμαξίδια, για όσους δεν βλέπουν, γι’ αυτούς που είναι διαφορετικοί από εμάς».

Κυνηγώντας την ευτυχία

Δεν αυταπατάται ότι η διαμαρτυρία θα φέρει άμεσο αποτέλεσμα, αλλά την επιλέγει γιατί, όπως λέει με πεποίθηση, «είναι το μόνο όπλο που έχουμε». Πώς επιβιώνουμε; «Επιβιώνουμε όταν έχουμε λεφτά, το θέμα είναι αν ζούμε. Εμένα με ενδιαφέρει να ζω. Να υπάρχω τη στιγμή αυτή, να μη σκέφτομαι τι έχω και τι δεν έχω, να απολαμβάνω ό,τι μπορώ να δημιουργήσω ή ό,τι μου δίνεται, να συνεισφέρω στον άλλο άνθρωπο, να έχω όραμα, να έχω κάπου να πάω, να έχω έναν στόχο, αυτό είναι ζωή, είναι δημιουργία. Ενώ το “επιβιώνω” σημαίνει είμαι εδώ από τύχη, ό,τι μου πετάξουν θα το πάρω, για να έρθει η επόμενη μέρα και μετά η επόμενη και η επόμενη.

»Το πώς ορίζει ο κόσμος έννοιες όπως επιτυχία, ομορφιά, πλούτος δεν με αφορά. Έχω ένα προσωπικό ιδεολογικό σύστημα που δεν επηρεάζεται από το τι πιστεύεις εσύ. Εσύ λες η επιτυχημένη παράσταση του Πάνου Βλάχου. Γιατί είναι επιτυχημένη; Επειδή ήρθε κόσμος; Είναι επιτυχημένη για άλλους λόγους, θα μπορούσε και να μην έχει κόσμο και να είναι επιτυχημένη. Επιτυχία είναι αν καταφέρω να έχω προσωπική ηρεμία και ψυχική υγεία στον τρόπο που ζω, δεν είναι το να πάρω βραβεία ή να με δει η μάνα μου στην τηλεόραση. Και είναι επιτυχία να κάνεις σωστά τη δουλειά σου, γιατί δεν είναι εύκολο πια. Επιτυχία είναι το να ζω ευτυχισμένος με αυτό που είμαι αυτή τη στιγμή. Αυτό είναι επιτυχία και είναι δύσκολο πράγμα, όπως και η αυτογνωσία. Η δυστυχία είναι πανεύκολη, την έχεις πάντα και κλαίγεσαι, ειδικά στη χώρα που ζούμε. Άμα δεν λειτουργεί τίποτα, έχεις εκατομμύρια λόγους να είσαι δυστυχισμένος. Θέλει πάλη και δημιουργία η ευτυχία, ενώ η δυστυχία έχει παραίτηση. Η ευτυχία θέλει να κινείσαι και να την κυνηγάς συνέχεια. Και δεν μπορείς να την πιάσεις ποτέ, όλο τρέχει. Ενώ η δυστυχία είναι πάντα εδώ και σου λέει: “Τι τρέχεις συνεχώς, τι ψάχνεις; Άραξε και κλάψε”».

Τον παρακολουθώ να μιλάει. Η φωνή του είναι ήρεμη αλλά αποφασιστική, οι σκέψεις του ξεδιπλώνονται ακολουθώντας δαιδαλώδεις διαδρομές, αλλά οι απόψεις του φαίνονται αποκρυσταλλωμένες. Παρότι ξέρει ότι κατά καιρούς τον έχουν ακολουθήσει διάφορες ταμπέλες (π.χ. του ωραίου, του επιτυχημένου), αρνείται να αυτοχαρακτηριστεί ως οτιδήποτε διαφορετικό από καλλιτέχνης. Χωρίς επιθετικούς προσδιορισμούς. «Το ωραιότερο με την ταυτότητά μας είναι ότι είναι ρευστή, είμαστε ό,τι θέλουμε να είμαστε. Είμαι καλλιτέχνης και μπορώ να είμαι τα πάντα ως καλλιτέχνης σε έναν κόσμο όπου δεν μπορείς να είσαι τα πάντα, όπου σε χτυπάνε αν είσαι διαφορετικός. Δεν βάζω επιθετικό προσδιορισμό στον καλλιτέχνη, γιατί είναι υπεραρκετό να υπάρχεις όπως θέλεις, με ό,τι σου δίνει αυτό το δύσκολο σύστημα που δεν επιβραβεύει τη δημιουργία, αλλά τον ναρκισσισμό και την εικόνα». Εμπιστεύεται το ένστικτό του, όχι τις εντυπώσεις, λειτουργεί πιο πολύ με το συναίσθημα παρά με τη λογική και προσπαθεί να μην τον νοιάζει αν παρεξηγηθεί η συμπεριφορά, η δουλειά ή οι προθέσεις του. «Ζω όπως θέλω, όπου θέλω να πάω να τρέξω, θα τρέξω. Όταν θέλω να βγω, θα βγω. Αν δεν μου αρέσει κάπου, θα φύγω. Αυτά που επιθυμώ να κάνω, θα τα κάνω». Κάπως έτσι πορεύεται και στον χώρο της τέχνης, χωρίς να βιώνει το άγχος της επιβίωσης. «Είμαι γερός, δυνατός και υγιής και μπορώ να δουλέψω οπουδήποτε αν χρειαστεί, να κάνω τον γυμναστή, τον μουσικό, γι’ αυτό δεν έχω το άγχος της επιβίωσης». Άλλωστε, λέει, έχει απόλυτη πίστη ότι στον δικό του χώρο, «αν δουλέψεις σκληρά, με όραμα και με καθαρή πρόθεση, θα υπάρχει πάντα χώρος για σένα».