Η Ελένη Καραΐνδρου αφηγείται τη ζωή της όλη…

Η Ελένη Καραΐνδρου είναι από το Τείχιο Φωκίδας.

Συνέντευξη της Ελένης Καραΐνδρου στον Αντώνη Μποσκοΐτη.
https://www.koutipandoras.gr / 1.1.2019

Αντί προλόγου, θα πω μια μικρή ιστορία που έχει σχέση και με την κουβέντα που ακολουθεί: Το 2015 τόλμησα να ζητήσω από την Ελένη Καραΐνδρου να γράψει μουσική σε μια ταινία μικρού μήκους που έκανα σε παραγωγή της συγγραφέως Τούλας Μπούτου, η οποία δεν είναι πια στη ζωή. Η ταινία θα ήταν βουβή και ασπρόμαυρη, σαν ένα homage στο παλιό σινεμά. Πήγα από το σπίτι της, της άφησα το σενάριο και έφυγα. Πέρασαν δεκαπέντε μέρες και αρχίσαμε να αναζητούμε άλλον συνθέτη. Μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο μου. Ήταν η Καραΐνδρου: «Για έλα από το σπίτι που σε θέλω λίγο». Δεν πήγα, έτρεξα για την ακρίβεια, μέναμε και κοντά τότε. Δεν μπορώ ακόμη και σήμερα να περιγράψω το συναίσθημα σαν είδα πάνω στο γραφείο της το σενάριο μου, αλλά με σημειώσεις δικές της πάνω του: «Θέμα για όμποε» στην α’ σκηνή, «Θέμα για φλάουτο» στη β’ σκηνή κ.λπ. Σαν της είπα ότι υπάρχει budget για τη μουσική, τα λόγια της επί λέξει ήταν τα εξής: «Σου την κάνω δώρο τη μουσική, να πληρωθεί μόνο το στούντιο». Έτσι και έγινε! Θα μπορούσα ποτέ να ξεχάσω τη γενναιοδωρία της Εθνικής μας κινηματογραφικής συνθέτριας; Έκτοτε, όπως και παλιότερα βέβαια, την παρακολουθούσα σε όλα τα όμορφα που έκανε και κάνει, τα θεατρικά και τα κινηματογραφικά της. Έχω την αίσθηση πως αν η Μουσική ήταν άνθρωπος, η Καραΐνδρου θα ήταν! Με ιδιαίτερη χαρά, με αφορμή την έκδοση του «Tous des oiseaux» από την ECM, την ξανασυνάντησα μετά από καιρό, μόνο που αυτή τη φορά δεν κάναμε μία απλή συνέντευξη. Όπως θα διαπιστώσετε, η Καραΐνδρου άνοιξε το βιβλίο της ζωής της αποκλειστικά για το koutipandoras.gr. Είναι το ομορφότερο ποδαρικό που θα μπορούσαμε να έχουμε για τον κύκλο των συνεντεύξεων του 2019!

Κυρία Καραΐνδρου, καταρχάς εκτιμώ το ότι ο οποιοσδήποτε μπορεί να σας βρει με ένα απλό τηλεφώνημα. Εννοώ δεν υπάρχουν μεσάζοντες, μάνατζερ κ.λπ.

Δεν υπήρχε, δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει μάνατζερ στη ζωή μου. Θέλω να περιφρουρώ την ανεξαρτησία μου κι αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει μ’ ένα μάνατζερ που είσαι υποχρεωμένος να τον ακολουθείς, ή να πηγαίνεις όπου νομίζει αυτός.

Και οι τόσες συναυλίες σας στο εξωτερικό;

Πηγαίνω πάντα μόνο μετά από πρόσκληση διευθυντών ορχηστρών. Στη Ρώμη, π.χ., έπαιξα στο Auditorium, καλεσμένη της ορχήστρας της Santa Maria Cecilia. Πρότεινα τον μαέστρο μου και πήρα δυο – τρεις σολίστ από δω. Στην Πολωνία και στην Τουρκία, το ίδιο, πηγαίνω κατόπιν προσκλήσεων τους. Μέχρι και στην Ταϊπέι έχω πάει, επίσης καλεσμένη της ορχήστρας τους.

Στην Τουρκία να πούμε ότι είστε πολύ δημοφιλής.

Έχουν μεγάλη αγάπη οι Τούρκοι για μένα και υπάρχει μια κάστα Τούρκων που είναι εξαιρετικά καλλιεργημένοι, ζωγράφοι, ποιητές, σκηνοθέτες. Έχουν μια υψηλού επιπέδου καλλιέργεια και με υποδέχονται με καταπληκτικό τρόπο. Να γιατί δεν έχω ανάγκη ατζέντηδων! Πω, πω, που το λέμε και μόνο, με πιάνει πονοκέφαλος…

Το εκτιμώ πραγματικά, σας το ξαναλέω.

Δεν είμαι κι ο άνθρωπος που θα δώσει πάρα πολλές συναυλίες. Έχω την ανάγκη μιας αγρανάπαυσης κι εγώ, ξεκούρασης.

Ποτέ στη ζωή σας δεν υπήρχαν μεσάζοντες;

Ποτέ, γιατί εγώ θέλω νά’χω προσωπική επαφή. Μάλλον είναι ο χαρακτήρας μου τέτοιος που δεν έχω εμπιστοσύνη σε κανέναν άλλον. Δεν εμπιστεύομαι το πρόσωπο που θα δείξει ο χ ιμπρεσάριος ή ατζέντης σε σχέση με μένα. Δεν έχω καμία ανησυχία ν’ αντιμετωπίζω τα πράγματα, όταν ξέρω ότι αυτό που βγαίνει προς τα έξω είμαι εγώ.

Ισχύει και στην προσωπική σας ζωή αυτό;

Ναι, θέλω νά’μαι εντελώς άμεση, θεωρώ πολύ σημαντικό για μένα να μην περνάω από κάποιον άλλο που θα με ερμηνεύει.

Άκουγα πρόσφατα το πρώτο σάουντρακ σας για την «Περιπλάνηση» και τη «Ρόζα» του Χριστοφή, που είχαν βγάλει οι αδερφοί Φαληρέα…

Τα τσίμπησε όμως μετά ο Manfred Eicher για τον πρώτο μου δίσκο στην ECM το 1991, το «Music for films» – όχι όλα, αλλά το θέμα του «Πανδοχείου ή Ελεγεία για τη Ρόζα» και το τραγούδι μου. Μας θυμάμαι ’89 με ’90 να έχουμε κάτω όλα τα tapes με τα έργα μου στο στούντιο Polysound και τον Eicher να επιλέγει.

Μιλήστε μου για το ξεκίνημα σας στη σύνθεση μουσικής για κινηματογράφο.

Το 1975 – 76 γυρίζω από τη Γαλλία, έχει πέσει – δόξα τω Θεώ – η χούντα. Αρχίζω και κάνω τις πρώτες μου μουσικές για το θέατρο, τον κινηματογράφο…

Ψαχνόσασταν…

Μάλλον με έψαχναν, γιατί τότε δεν ήξερα ακριβώς τι θα κάνω. Ο πρώτος άνθρωπος που του έγραψα μουσική, καθ’ υπόδειξιν του Νίκου Κούνδουρου, ήταν αυτός ο «ποιητής της Θεσσαλονίκης» όπως τον λέγανε, ο Τάκης Κανελλόπουλος, που μόλις είχε κάνει το «Χρονικό μιας Κυριακής».

Βρισκόταν η ταινία αυτή στα βίντεο κλαμπ.

Ναι, τη βρήκε ο γιος μου και μου την είχε δώσει. Το αστείο είναι ο τρόπος που έγραψα τη μουσική! Μου αφηγήθηκαν πάνω – κάτω την υπόθεση, ο δε Κούνδουρος μού’χε πει «Μωρέ, δεν έχει πολλά λεφτά ο Τάκης, οπότε κάνε κάτι». Πήγα εγώ τότε στο στούντιο του Φίνου, κουβάλησα το πιάνο μου και πλήρωσα τη μεταφορά του. Πήρα μαζί μου και τον Μαυρίκιο, που έπαιζε φυσαρμόνικα, τραγουδήσαμε και μαζί, κάναμε διάφορα.

Όλα αυτά εν είδει αυτοσχεδιασμού;

Όχι, είχα γράψει και κάτι. Είχα έτοιμες μουσικές για τσέλο και βιολί και δε θυμάμαι για τι άλλο τώρα. Την πήρε ο σκηνοθέτης και την έβαλε στην ταινία του τη μουσική μου. Η δεύτερη δουλειά μου ήταν για τον Μαυρίκιο στο ντοκιμαντέρ «Πολεμόντα», όπου έγινε επεξεργασία στα θέματα που είχε βρει από την Κάτω Ιταλία. Του έγραψα ένα θέμα για άρπα και μελοποίησα ένα Χορικό από τους «Πέρσες» του Αισχύλου, που το τραγούδησε η Φαραντούρη με ένα κρουστό (σ.σ. το τραγουδάει). Το έβαλε το κομμάτι αυτό ν’ ακούγεται στο θέατρο των Συρακουσών με τη φωνή της Μαρίας κι ήταν πάρα πολύ ωραίο! Εγώ είχα πολύ μεγάλη αγάπη στον Δημήτρη, γιατί τον γνώρισα μικρό στο Παρίσι και μού’χε δείξει την πρώτη ταινία του, τις «Τρωάδες», που έπαιζε μέσα όλο του το σόι, αλλά αυτός είχε κάνει σούπερ δουλειά! Όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα, έπιασα τον Κούνδουρο, του είπα «Αυτός είναι μεγάλο ταλέντο» κι όταν είδε τη δουλειά του, είπε «Εμείς είμαστε έτη φωτός πίσω». Δεν είναι πολύ όμορφο που τό’πε αυτό ο Κούνδουρος για ένα νέο παιδί;

Ο Κούνδουρος ήταν γενναιόδωρος άνθρωπος. Μου κάνει εντύπωση που δεν συνεργαστήκατε ποτέ οι δυο σας, δεδομένης και της φιλίας σας.

Τον γνώρισα μετά το «Vortex» κι όταν ακολούθησαν οι άλλες ταινίες του, οι έγχρωμες, εγώ τότε πνιγόμουν. Μου τό’χε προτείνει, αλλά η συνεργασία μου με τον Θόδωρο ήταν πάρα πολύ απαιτητική, δεν υπήρχε περίπτωση να έκανα και κάτι άλλο. Ήθελα να είμαι εκεί και έτσι λειτουργώ σαν χαρακτήρας, θέλω νά’μαι διαθέσιμη μόνο σ’ αυτό που κάνω.

Μου αρέσει που η κουβέντα μας θα πηγαίνει απ’ το ένα θέμα στο άλλο κι εγώ τώρα θέλω να σας πάω στην ημέρα της κηδείας του Θόδωρου Αγγελόπουλου στο Α’ Νεκροταφείο. Δεν θα ξεχάσω την εικόνα της συντριβής σας…

Ήμουν πάρα πολύ στενοχωρημένη…Έμαθα για το ατύχημα του Θόδωρου την ώρα που έβλεπα «Φάουστ» στο Μέγαρο. Είχα κλειστό το κινητό μου κι όταν το άνοιξα, είδα ότι με έψαχνε η Μελίνα (σ.σ. η Τανάγρη) για να μου πει…

Ότι ο Αγγελόπουλος μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο…

Μήπως μου είπε κιόλας ότι σκοτώθηκε και κόντεψα να πέσω στο πεζοδρόμιο; Έτρεξα πάντως στο νοσοκομείο κι όταν έφτασα, μέσα σε πέντε λεπτά είπαν ότι πέθανε…Ε καλά, αυτό που είχε συμβεί ήταν πολύ τρελό…

Και πολύ άδικο για κάθε άνθρωπο, όχι μόνο για έναν παγκοσμίου φήμης σκηνοθέτη…
Σωστά, πολύ άδικο…Σκεφτείτε ότι την επόμενη μέρα ήταν να πάω να δω γύρισμα, με περίμενε.

Υποτίθεται ότι μουσική στην «Άλλη θάλασσα» θα έγραφε ο Θοδωρής Οικονόμου και όχι εσείς. Τα λέω σωστά;

Όχι, θα την έγραφα εγώ. Κοιτάξτε, πάντα ο Θόδωρος στην αρχή δεν ήξερε τι ακριβώς ήθελε να κάνει με τη μουσική. Εδώ ήθελε κομμάτια του Μπρεχτ με τον Οικονόμου. Τον γνώρισα κι εγώ τον Θοδωρή, μου τον σύστησε, είναι πολύ καλός μουσικός και πιανίστας. Εγώ ήμουν που είπα του Θόδωρου: «Αφού θες μόνο Μπρεχτ, βάλε καλύτερα τον Θοδωρή να σ’τα κάνει». Μετά όμως ήρθαν τα δύσκολα, γιατί η κληρονόμος του Μπρεχτ δεν του επίτρεψε τη χρήση των τραγουδιών. Στο μεταξύ, είχε ήδη κάνει γυρίσματα με Μπρεχτ και υπήρχε τεράστιο πρόβλημα. Ο δε Σινάνος, ο διευθυντής φωτογραφίας, με πολιορκούσε, μου έλεγε «Δεν μπορεί, βρε παιδί μου, να κάνει μουσική χωρίς εσένα»…Τον συνάντησα τον Θόδωρο και έχω ακόμη σε κασέτα ολόκληρο το σενάριο του «γραμμένο» με το στόμα του, όπως έχω και σε κασέτες όλες τις αφηγήσεις του. Θέλω να σας πω δηλαδή ότι τη μουσική δεν θα την έδινε σε άλλον, όσο καλός και νά’ταν, μόνο που εγώ δεν είχα όρεξη στην αρχή να διασκευάσω κομμάτια του Μπρεχτ.

Νομίζω πως πάλι διασκευή σας είχε ζητήσει στην πρώτη σας συνεργασία στο «Ταξίδι στα Κύθηρα».

Σωστά, όταν με φώναξε το ’83 μου είπε ότι ακούει το «Κονσέρτο για δυο μαντολίνα» του Βιβάλντι και πάνω εκεί γράφει το σενάριο. Μου ζήτησε να κάνω παραλλαγές στο κονσέρτο αυτό του Βιβάλντι! Αυτή ήταν η πρώτη μας επαφή στο γραφείο του, παρουσία των συνεργατών του. Του είπα: «Εγώ δεν είμαι καλή να σ’το κάνω αυτό, πάρε κάποιον άλλο να σ’το κάνει μια χαρά». Του ζήτησα να μου δώσει το σενάριο. «Άσε να δεις πως θα το αντιμετωπίσω εγώ και αν δεν θες, ”γύρνα” στον Βιβάλντι». Κλείσαμε ένα ραντεβού στο εξοχικό του στο Μάτι, όπου άρχισε να αφηγείται το σενάριο του για ώρες ολόκληρες. Ακόμη δεν είχε βρει το φινάλε, σκεφτόταν όμως να υπάρχει ένα κονσέρτο που γίνεται λαϊκό τραγούδι την ώρα που έρχεται το πλοίο με τον Κατράκη. Ήθελε ακόμη ένα κομμάτι ροκ σε ένα βενζινάδικο. Μου τα είπε όλα. Θυμάμαι ότι γύρισα σπίτι κι εκείνη τη μέρα είχα μπογιατζήδες και γινόταν ένα μπάχαλο. Παντού υπήρχαν πεταμένα βιβλία, οι άλλοι βάφανε κι εγώ είχα ένα μικρό διάδρομο ελεύθερο, ίσα για να πηγαίνω στο πιάνο μου. Κάθισα στο πιάνο κι έγραψα το κονσέρτο μου που γινόταν ροκ, γινόταν και λαϊκό τραγούδι και ότι ήθελες! Επειδή μάλιστα δεν είχα στίχους, πήρα το σενάριο κι έφτιαξα δικούς μου, που με εκφράζανε.

Κι έτσι γεννήθηκε το αριστούργημα που λέγεται «Ταξίδι στα Κύθηρα».

Ναι, περιμένοντας να μου φέρει ο Θόδωρος στίχους του συνεργάτη του, του Βαλτινού, του συγγραφέα, αλλά «ήμουνα νια και γέρασα»…Κάτι άλλο δεν λέγαμε, όμως, για το θάνατο του Θόδωρου;

Μη σας νοιάζει, θα τη μοντάρω εγώ τη συνέντευξη, αλλά μια και επανέρχεστε, πως τη διαχειριστήκατε αλήθεια την απώλεια του Αγγελόπουλου;

Ήταν πράγματι μεγάλη απώλεια. Του χρωστάω πολλά! Πάνω απ’ όλα την αυτογνωσία μου, αφού ο Θόδωρος ήταν κατ’ εικόνα πολύ δυναμικός, αλλά και με δραματική εσωτερική ανασφάλεια. Έτσι κι εγώ, κοντά του ήμουν μια συνθέτις ναι μεν με ταλέντο, αλλά και με μια έλλειψη σιγουριάς του τύπου «Τώρα κάνει αυτό, δεν κάνει;» Να φανταστείτε πως όταν έκανα την «Περιπλάνηση» και τη «Ρόζα» του Χριστοφή, για την οποία βραβεύτηκα και χρωστώ και τη γνωριμία μου με τον Αγγελόπουλο, δεν μου άρεσε τίποτα! Γύρισα σπίτι μου και είπα ότι δεν κάνω εγώ γι’ αυτή τη δουλειά!

Εδώ γελάνε, κυρία Καραΐνδρου!

Μα, δεν είχα πάει καν στο μοντάζ, ώσπου μου τηλεφώνησε η μοντέζ η Δέσπω η Μαρουλάκου και μου είπε: «Ξέρεις τι έχεις κάνει;» «Ωχ», λέω, «τι έχω κάνει;» «Ένα αριστούργημα, που πάει καταπληκτικά με την ταινία» Τότε πήρα λίγο τα πάνω μου!

Σαν να μην έχετε ένστικτο μού ακούγεται.

Μέχρι τα 30 μου σπούδαζα, έπαιζα και αυτοσχεδίαζα στο πιάνο μου. Σπούδαζα εθνομουσικολογία, είχα ένα διδακτορικό στο Παρίσι που δεν το τελείωσα, γιατί πάνω κει ήρθε η «Μεγάλη Αγρυπνία». Η Φαραντούρη ερχόταν και κοιμόταν στο σπίτι μου. Μου έλεγε να της γράψω τραγούδια, παρότι ήταν στενή συνεργάτιδα του Μίκη Θεοδωράκη. Βρήκα τους στίχους του Μύρη, τους μελοποίησα σ’ ένα βράδυ και αρχίσαμε τις πρόβες. Έχω ηχογράφηση του 1972 που η Μαρία τραγουδάει στο σπίτι μου στο Παρίσι κι από πάνω ακούγεται ο γείτονας που μας χτυπάει μ’ ένα σκουπόξυλο! Σαν να μας έλεγε «Βγάλτε το σκασμό» (γέλια).

Αληθεύει ότι στο σπίτι σας επίσης ο Χατζιδάκις πρωτόπαιξε την «Εποχή της Μελισσάνθης» του;

Στο σπίτι μου ήρθε η παρτιτούρα πρώτα! Μου την έφερε η Μαρία, της έπαιξα και της τραγούδησα λίγο τα κομμάτια. Μετά νομίζω ότι βρεθήκαμε με τον Μάνο και τη Μαρία στο σπίτι του Παπαθανασίου, αν θυμάμαι σωστά. Σε μένα επίσης η Μαρία είχε φέρει την παρτιτούρα της «Κατάστασης Πολιορκίας» του Μίκη με τη Μαρίνα. Εξ αιτίας της Μαρίνας με είχαν πιάσει και μένα επί χούντας. Πως, νομίζετε, έφυγα για τη Γαλλία το ’67;

Πείτε μου, δεν τη γνωρίζω την ιστορία αυτή!

Με τη Μαρίνα ήμασταν στην ίδια παρέα, μιλάγαμε στα τηλέφωνα πριν την κλείσουν – εννοείται – στη Μπουμπουλίνας. Όσους είχαν επαφές μαζί της, τους μπαγλάρωσαν για ανάκριση. Πήραν και μένα με το τζιπάκι πρωί – πρωί. Το παιδάκι μου ήταν μικρό, τεσσεράμισι ετών τότε, αλλά τα θυμάται όλα. Στο μεταξύ εγώ ήξερα ότι έχω κάνει πέντε – δέκα πράγματα, όχι όμως και αν τα ήξεραν αυτοί. Ο Μίκης, ας πούμε, μου είχε στείλει κάτω απ’ την πόρτα μου σε χειρόγραφο του τη διακήρυξη για το Πατριωτικό Μέτωπο. Έπρεπε να το αντιγράψω και να το δώσω σε τρία σημαντικά πρόσωπα. Το έκανα, αλλά μεταξύ αυτών των προσώπων, ήταν κι ένας Άγγλος δημοσιογράφος, σύζυγος μιας σπουδαίας πιανίστριας. Δεν την ήξερα, της τηλεφώνησα: «Α, έχω την παρτιτούρα σας από το τάδε έργο του Σούμαν»! «Εντάξει, εντάξει» είπε αυτή, αφού είχε καταλάβει…Λίγες μέρες μετά ακούσαμε τη διακήρυξη από το ραδιόφωνο της Deutsche Welle! Με κράτησαν, λοιπόν, για μία μέρα. Μου είπαν να φύγω με το παιδί και να ξαναγυρίσω μόνη μου. Είχα κάνει και τη μεγάλη εξυπνάδα να κρύψω ανθρώπους στο σπίτι μου, κάτι που αυτοί επίσης δεν το ήξεραν. Φοβόμουν μην τυχόν το είχαν μάθει, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση. Έκανα μεγάλο τσαμπουκά εκεί μέσα! «Τι δουλειά έχω εγώ εδώ, γιατί με φέρατε;» τους φώναζα! Ο Καραπαναγιώτης, μπάτσος που το έπαιζε γοητεία στην αρχή, ύψωσε τη φωνή του: «Σαράντα χρόνια θα σε βάλω μέσα», αφού εγώ τού’χα πει: «Τι θέλετε τώρα, να σας πω ότι μ’ αρέσει η δικτατορία; Ε δεν μ’ αρέσει, τι να κάνουμε τώρα; Έχω εγώ φάτσα να μ’ αρέσει η δικτατορία;» – τέτοιο στυλάκι είχα! Ο γιος μου που καθόταν παραπέρα και ζωγράφιζε, τους είπε: «Ν’ αφήσετε ήσυχη τη μαμά μου»! «Βγάλτε έξω το μούλικο» διέταξε ένας άλλος μπάτσος…«Μη φοβάσαι, Γιωργάκη μου» του είπα, «κάτσε έξω να ζωγραφίσεις και σε λίγο θά’ρθω κι εγώ»…

Πόσο σας έχουν στιγματίσει αυτές οι πράξεις βίας ως γυναίκα, ως μάνα;

Όλα υπάρχουν μέσα μου, αλλά όταν έχεις μια πορεία ζωής και μια θετική αντιμετώπιση των πραγμάτων, δε νομίζω ότι καταβάλλεσαι. Το πώς βγήκα από κει μέσα, το οφείλω στον πατέρα μου, ο οποίος ήταν λυκειάρχης μαθηματικός. Όταν έμαθε ότι με πιάσανε, κινητοποίησε ολόκληρο το συγγενολόι απ’ το χωριό. Δεν θα τον έλεγες αριστερό, δημοκρατικός ήτανε και γενικά πρόσεχε. Στην οικογένεια μου υπήρχαν και άνθρωποι που φάγανε ξερονήσι που πήγε σύννεφο! Ο αδερφός της μάνας μου ήταν απ’ τους αμετανόητους κομμουνιστές, ο μπαμπάς μου όμως ήταν πιο συγκρατημένος γιατί είχε δύο παιδιά. Στο Τείχιο Φωκίδας, λοιπόν, το χωριό μου, ο μπαμπάς μου βρήκε έναν ξάδερφο που δούλευε οδηγός στην Ασφάλεια. Απίστευτο παρασκήνιο! Τον ειδοποιεί: «Έπιασαν την κόρη μου με μωρό παιδί κ.λπ.», αλλά ο άλλος του είπε: «Μα αυτή πήγε και τους έκανε τον ινστρούκτορα εκεί μέσα»… Τελικά αυτός εγγυήθηκε και μ’ άφησαν και μού παν να ξαναπάω…

Κι εσείς την «κοπανήσατε».

Ε, ναι! Έφυγα στο Παρίσι με το παιδί μου. Ήμουν μικρή, δεν είχα ξαναβγεί έξω.

Να τολμήσω να ρωτήσω πως η μητρότητα ήρθε σε τόσο νεαρή ηλικία; Από έρωτα;

Ε, από τι, από συνοικέσιο; (γέλια) Καταρχάς ο μπαμπάς μου μας «έσπρωχνε» στα σχολεία, τον αδερφό μου τον είχε προχωρήσει δυο τάξεις. Όταν μπήκα στο Πανεπιστήμιο γνώρισα τον Νικόλα Φαράκλα, που τώρα συνταξιοδοτήθηκε ως Αντιπρύτανης στο Ρέθυμνο. Ήταν ιστορικός – αρχαιολόγος τότε. Συμφοιτητές ήμασταν, εκείνος είχε μπει στη Νομική πρώτα. Ήμασταν δαχτυλοδεικτούμενοι στο Πανεπιστήμιο, μας θυμούνται όλοι, γιατί δεν υπήρχαν άλλοι παντρεμένοι τόσο μικροί. Το δε σπίτι μας ήταν ένα κουκλί και ο πατέρας μου έτριβε τα χέρια του, σου λέει «Τους μαζέψαμε αυτούς, τους μπαγλαρώσαμε». Ο μπαμπάς μου είχε αποκτήσει ένα δεύτερο γιο! Άρχισε η καταπίεση, βέβαια…

Απ’ τη μεριά του πατέρα;

Έτσι ήταν οι γονείς που προέρχονταν από το χωριό με ψηλά το μέτωπο. Έτσι, λοιπόν, έκανα και τον γιο μου σε νεαρή ηλικία.

Ανατρέχετε σήμερα στους γονείς σας;

Τη μητέρα μου την έχασα στα εφτά μου και δεν έχω εικόνα της, αλλά σίγουρα με καθόρισε η απώλεια της όταν ήρθαμε στην Αθήνα. Επειδή γεννήθηκα μες τον πόλεμο και είχαμε κάτι να τσιμπήσουμε, που λένε, ο αδερφός μου, εφτά χρόνια μεγαλύτερος μου, τελείωσε εκεί το δημοτικό και ήρθε εδώ στο Γυμνάσιο. Με κουβάλησε και μένα ο πατέρας μου για την πρώτη τάξη. Ήμασταν πάρα πολύ φτωχοί, δε φαντάζεστε! Μέναμε στο υπόγειο του σχολείου που δίδασκε ο πατέρας μου. Εντάξει, μια χαρά, εμένα δεν με πείραζε. Ανέβαινα σε μια μεγάλη κυκλική σκάλα γύρω από τις άδεις τάξεις. Εκεί βρήκα ένα παλιό πιάνο με ουρά. Τον ζάλισα τον μπαμπά και με πήγε σε δασκάλα.

Αν δεν παρουσιαζόταν η συγκυρία αυτή δηλαδή…

Μπορεί να μην… Κι αν η γιαγιά μου είχε ρουλεμάν… (γέλια) Στο μεταξύ το σχολείο αυτό λεγόταν «Νεστορίδη», ήταν ένα πολύ ωραίο νεοκλασικό με μπαλκόνια με χρωματιστά βιτρό τζάμια. Δίπλα υπήρχε πίσω από ένα ξύλινο κάγκελο ένα πολύ μικρό σπιτάκι. Εκεί μέσα έμεναν δύο άνθρωποι, 45άρηδες τότε, που τό’χαν σκάσει από την κομμουνιστική Ρωσία. Τους είχαν κυνηγήσει μάλλον από τα ανώτερα κλιμάκια. Αυτοί είχαν ένα γραμμόφωνο και άκουγαν άριες που εγώ τις μάθαινα και τις τραγουδούσα, γιατί είχα και πολύ ωραία φωνή. Είχα δηλαδή τζάμπα φροντιστήριο όπερας! Ακριβώς δίπλα απ’ το σχολείο, κολλητά, ήταν το σινεμά «Φλερύ»! Εγώ που δεν είχα ξαναμυρίσει βενζίνη, ούτε είχα ξαναδεί μηχανοκίνητα πράγματα, βλέπω ξαφνικά κάτι τεράστια κεφάλια μες το σκοτάδι! Μού’κανε τρομερή εντύπωση, κανείς δεν μού’χε εξηγήσει τι ήταν το σινεμά. Θυμάμαι ότι ξύπνησα το πρωί και πήγα πίσω απ’ το πανί να δω τι ήταν αυτά που έβλεπα. Τελικά εκεί είδα τα πάντα σε ηλικία πολύ τρυφερή: Δέκα φορές την «Άννα Καρένινα» κ.α. Θέλω να πω ότι η φτώχεια πήγαινε με τους καλλιεργημένους ανθρώπους και τότε ένας καθηγητής δεν κέρδιζε τίποτα από τη δουλειά του. Δεν ξεχνάω πως όταν εγώ πήγα το ’48 στο σχολείο ήταν σκατά η εποχή: Φτώχεια, Εμφύλιος, τεράστια προβλήματα…

Πότε άρχισε να σας ενδιαφέρει η παράδοση;

Πολύ αργότερα, στο Παρίσι.

Δεν είχατε από δω τέτοια ακούσματα;

Το σπίτι μας στο χωριό ήταν δίπλα στην εκκλησία. Μ’ άρεσε η βυζαντινή μουσική, αλλά στην Αθήνα δέκα ετών είχα ήδη μπει στο Ωδείο και γαλουχήθηκα με κλασική μουσική, Μπετόβεν, Σούμαν. Μέχρι τα 17 μου έμεινα στο Ωδείο. Ετοίμασα για το πτυχίο μου ένα κονσέρτο Σούμαν, αλλά έγινε η χούντα. Δεν έδωσα εξετάσεις για το πτυχίο, αλλά δεν έχει σημασία, σαν να το πήρα είναι. Μ’ απορρόφησε η κλασική μουσική, την οποία γνωρίζω πολύ καλά. Είχα ένα Γερμανό δάσκαλο, ο οποίος μας πήγαινε σε κονσέρτα Μπαχ με την παρτιτούρα μας. Στην prima vista μουσική είχα δάσκαλο και τον Γεώργιο Πλάτωνα, τον μπαμπά της Λένας Πλάτωνος. Το βυζαντινό μέλος το «είχα», όχι όμως τη δημοτική μουσική, ούτε και τα ρεμπέτικα, αν και όταν πέθανε η μαμά μου, το ’48, οι κοπέλες που με πρόσεχαν…

Οι γκουβερνάντες;

Ποιες γκουβερνάντες, καλέ; Γκουβερνάντες στο υπόγειο; Γειτόνισσες ήτανε. Πλήρωνε εκεί ο μπαμπάς μου μια κυρα – Κατίνα να με προσέχει. Η τελευταία που είχα, με είχε αρρωστήσει κιόλας. Με είχε κάνει μπάνιο στη σκάφη και μετά εγώ ως άτακτο παιδάκι έτρεξα στην αυλή να βρω το τόπι μου. Για να με τιμωρήσει η έξυπνη, με έκλεισε έξω. Έπαθα πλευρίτιδα και ο μπαμπάς μου, που μόλις είχε χάσει τη μαμά μου, με κουβάλαγε στο Παίδων. Με βάλανε μέσα για καμιά δεκαπενταριά μέρες. Ήταν και Χριστούγεννα, είχε έρθει κι ένας Άγιος Βασίλης, ο οποίος πήδηξε το δικό μου κρεβάτι και πήγε κατευθείαν στο διπλανό.

Κατά σύμπτωση;

Κατά μαλακισμένη σύμπτωση, ναι (γέλια) Έχω ολοζώντανες εικόνες!

Και τα λέτε κι ωραία! Ισχύει η γνωριμία σας με τον Μάρκο Βαμβακάρη;

Το ’67 είμαι μες την κλασική μουσική και δουλεύω το κονσέρτο του Σούμαν. Έχω γνωρίσει, όμως, τον Μίκη Θεοδωράκη και λατρεύω τα έργα του, τα «Επιφάνια», τον «Επιτάφιο». Θυμάμαι ότι την 21η Απριλίου του ’67 θα έβγαινα να αγοράσω την «Αυγή», γιατί είχα γράψει μέσα μια κριτική για «Το Άξιον Εστί» με ψευδώνυμο, ως Ειρήνη Λεβεντάκη. Τον Μίκη μαζί με τη Μαρία τους είχα γνωρίσει στην Κρήτη και μάλιστα η Μαρία με είχε ακούσει στον «Παρνασσό» να παίζω τη «Σονάτα της Ανοίξεως» του Μπετόβεν μαζί με τον Δημήτρη Βράσκο. Η Μαρία χάρηκε, νόμιζε ότι βρήκε δασκάλα για να της κάνει λίγα μαθήματα. Έγινα και δασκάλα, αλλά δεν φτούρησε (γέλια). Πάμε παρακάτω! Ο Μίκης επίσης με άκουσε στο πιάνο: «Θα έρθεις κάτω στον Πειραιά να παίξεις με τη Συμφωνική» μου είπε, αφού ετοίμαζε συναυλία με «Το Άξιον Εστί». Εδώ θέλω να σας πάω σε μια άλλη συναυλία στο θέατρο «Διάνα», δυο μήνες πριν τη δικτατορία, όπου κρέμονταν σαν τα τσαμπιά οι άνθρωποι. Εκεί ως Ελένη – Ειρήνη Λεβεντάκη έπαιξα στο πιάνο και τραγούδησε η Μαρία τον Κύκλο «Μαουτχάουζεν». Εγώ κι η Μαρία! Την έχω την ηχογράφηση!

Τρομερό ντοκουμέντο!

Μου την έδωσε ένα παιδί, ο αρχιτέκτονας Κώστας Γκιζελής, που έπαιζε κιθάρα τότε σ’ ένα γκρουπ που λεγόταν ΦΛΟΑ, Φοιτητική Λαϊκή Ορχήστρα Αθηνών. Εκεί μπήκα κι εγώ κι έπαιζα πιάνο. Τραγουδούσε ένα άλλο παιδί, φοιτητής κι αυτός, που ήταν σαν Μπιθικώτσης. Λαϊκότατη ορχήστρα: Πιάνο, μπουζούκι, κιθάρα και μπάσο. Ανέβηκε πάνω ο Μίκης και του είπε (σ.σ. μιμείται τη φωνή του Θεοδωράκη): «Σαν ένδειξη φιλίας, σε καλώ στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά να τραγουδήσεις το ”Άξιον Εστί”». Μετά, βέβαια, ο Μίκης άρχισε να λέει πολλά, του τύπου «Αν με δείτε κάτω από κάνα τρίκυκλο, θα φταίει η Φρειδερίκη» και τα παιδιά φοβήθηκαν. Δεν ήταν και καλές οι εποχές…Την επόμενη, λοιπόν, της συναυλίας στο «Διάνα» βγαίνουν όλες οι εφημερίδες με πρωτοσέλιδα: «”Κόκκινη συναυλία” στο ”Διάνα”»! Η πλάκα ήταν που ο πατέρας μου δεν είχε πάρει πρέφα! Που να καταλάβαινε, αφού όλα αυτά τά’κανε μία Ειρήνη Λεβεντάκη;

Παράλληλα παίζατε και σε μπουάτ, δεν είναι έτσι;

Ακριβώς. Έπαιζα Χατζιδάκι – Θεοδωράκη, αυτοσχεδίαζα και είχα συνοδεύσει στο πιάνο τον Γιάννη Πουλόπουλο και τον Δημήτρη Μητροπάνο.

Μα νομίζω ο Μητροπάνος έκανε με τη Φαραντούρη το ντεμπούτο του και με τον Θεοδωράκη.

Ναι, έτσι, αλλά πιο πριν έπαιζε με μένα. Μιλάω για το ’65 – ’66. Κι εκεί με ψευδώνυμο έπαιζα, αλλά με άλλο, όχι το Λεβεντάκη. Είχε έρθει κι ο Μίκης και μ’ είχε ακούσει.

Δεν σας ενοχλούσε που εκφραζόσασταν καλλιτεχνικά με άλλα ονόματα;

Σκασίλα μου! Όχι, δεν μ’ ενοχλούσε. Τα πράγματα ήταν άγρια και έπρεπε να προστατεύσω την οικογένεια μου. Τι άλλο νά’κανα; Εκφραζόμουν καλλιτεχνικά και βιοποριζόμουν. Είχα τελειώσει και ιστορία – αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο, οπότε δίδασκα και για δυο χρόνια σε σχολείο. Τό’χω κάνει κι αυτό στην πολυτάραχη ζωή μου! Μου άρεσε που έπαιζα σε μπουάτ και έβγαζα τα τριπλά απ’ όσα έβγαζα με τα ιδιαίτερα.

Είχατε κοντά σας το σύζυγο σας;

Ναι, αλλά όχι στα καλλιτεχνικά. Το διαλύσαμε και νωρίς. Εκείνος δούλευε σαν αρχαιολόγος στη Θήβα κι είχε γίνει η ζωή του λίγο ποδήλατο. Πήρε υποτροφία, έφυγε στη Γερμανία κι εγώ έφυγα στη Γαλλία. Οι δρόμοι μας χώρισαν, αλλά είμαστε πολύ αγαπημένοι. Αυτός ξαναπαντρεύτηκε πρώτος, πήρε μια εξαιρετική κοπέλα. Έχουμε ακόμα άριστες σχέσεις, αλίμονο!

Για τον Βαμβακάρη δεν μου είπατε, όμως.

Θα πάμε και στον Βαμβακάρη. Στο Παρίσι, λοιπόν, σπούδασα εθνομουσικολογία, γιατί πολλοί φίλοι μου είπαν ότι ήταν μια καινούργια επιστήμη. Η έδρα πρωτοϊδρύθηκε το ’60. Το βρήκα ενδιαφέρον να ασχοληθώ με τις άγραφες μουσικές όλου του κόσμου, έχοντας ασχοληθεί με την, γραμμένη από αιώνες, κλασική μουσική. Σε έξι μήνες αφότου πήγα στη Γαλλία και το τουριστικό μου συνάλλαγμα άρχισε να λιγοστεύει επικινδύνως, η εκεί δασκάλα μου με βοήθησε να πάρω υποτροφία. Η υποτροφία αυτή με «έζησε» για τρία ολόκληρα χρόνια. Το θέμα είναι όμως ότι μορφώθηκα τρομερά! Βγάλαμε κι ένα βιβλίο, στο οποίο συμμετείχα κι εγώ – εδώ τό’χω – για το πως αναλύουμε εθνομουσικολογικά την προφορική παράδοση. Το ντοκτορά που πρότεινα στην καθηγήτρια μου ήταν η σχέση δημοτικού και ρεμπέτικου απ’ άποψη κλιμάκων, μέτρων και δρόμων. Σκέφτηκα να πάω να βρω τη Μπέλλου και τον Βαμβακάρη για να τους καταγράψω!

Πότε έγινε αυτό;

Το ’68 με ένα nagra. Πέρασα δύο μέρες με τον Βαμβακάρη στο σπίτι του, στην Κοκκινιά. Αυτό το ντοκουμέντο τό’χα καταθέσει στην ΕΡΤ, αλλά σβήστηκε…Ευτυχώς υπάρχει ένα αντίγραφο, αλλά σε κασέτα. Μιαν άλλη μπομπίνα φυλάσσεται στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης και Παράδοσης στο Παρίσι. Το ίδιο και με τη Μπέλλου. Μου έφερε έναν – δυο μουσικούς της και μου τραγούδησε κι εγώ κάθισα μετά και κατέγραψα με μουσικολογική γραφή τα τραγούδια της. Έπρεπε να καταθέσω σε παρτιτούρες τον τρόπο που τά’λεγε. Μου τραγουδούσε το «Άιντε σαν πεθάνω τι θα πούνε» (σ.σ. το τραγουδάει). Τρελάθηκα μαζί της! Ήταν πολύ γλυκιά και ευγενική, λεβέντισσα. Ήταν και το υλικό μου για το διδακτορικό μου! Στο Παρίσι ανακάλυψα και το μεγαλείο της προφορικής παράδοσης! Απίστευτα πράγματα που δεν τα ήξερα, τον Χρόνη Αηδονίδη, τον πιο μεγάλο ακουστικό πλούτο όσα χρόνια ήμουν εκεί. Ένα τραγούδι που με είχε συγκλονίσει ήταν νυφιάτικο, του γάμου, το «Αγάλια αγάλια χτένια μου» με κάτι φοβερά μελίσματα, φωνητικά στολίδια δηλαδή. Κολλητή μου φίλη από παλιά είναι σήμερα η Μιράντα Τερζοπούλου.

Και δική μου καλή φίλη, επίσης.

Το γνωρίζω. Τη Μιράντα την ξέρω από το 1969. Την είχα φέρει στο Τρίτο Πρόγραμμα και έκανε φοβερές μουσικολογικές εκπομπές επί Μάνου Χατζιδάκι. Που ειν’ αυτές οι εκπομπές; Θα πήγαν εκεί που πήγαν και οι δικές μου μαζί με όλους τους καλεσμένους μου. Είχα φέρει τον Σάμουελ Μπομποβί από την Ελβετία..Που πήγαν όλα αυτά; Σκέτη καταστροφή! Μου είπε μια άλλη φίλη, η συχωρεμένη Μαρία Κυρτζάκη, που δούλευε στο Φιλολογικό, ότι έψαξε τα πάντα και δε βρέθηκε τίποτα! Τη Μιράντα όμως την αναφέρω, γιατί είχε κάνει φοβερές εκπομπές, καταπληκτικές. Ήταν και κολλητή του πρώτου μου άντρα, όπως και του δεύτερου, του Αντώνη Αντύπα, διότι όταν ο Αντώνης έκανε εργαστήριο θεάτρου και μουσικής, την είχε πάρει καθηγήτρια.

Πάμε πάλι πίσω. Έρχεστε στην Ελλάδα με την πτώση της χούντας και κυκλοφορεί η «Μεγάλη Αγρυπνία» το ’75.

Δεν κυκλοφόρησε, χριστιανέ μου, το ’75. Το ’72 κυκλοφόρησε, γιατί τότε την είχα τελειώσει. Είχα πάρει τους τόνους της και κανείς δεν ήξερε ότι φτιάχνω τραγούδια για τη Φαραντούρη. Πήγαμε στο στούντιο «Apple» του Λονδίνου και μετά κάναμε μίξεις στο Παρίσι.

Ολόκληρη περιπέτεια…

Ο δίσκος βγήκε, αλλά μπλοκαρίστηκε για τρία χρόνια, μέχρι το ’75. Βγήκε τελικά στα τέλη του ’75.

Άρα καλά τα λέω.

Όπως τα λέω έγιναν! Όλοι οι φίλοι μου στο Παρίσι ήξεραν τα τραγούδια και τα τραγουδούσαν, ο Μαυρίκιος πρώτος και καλύτερος. Η Τατάνα Μηλιέξ, επίσης. Κάναμε Χριστούγεννα στο σπίτι της και όλοι τραγουδούσαν «Παιδί μου, μην κοιμάσαι» (σ.σ. τραγουδάει το «Αντινανούρισμα»). Η Τατιάνα είχε δώσει τα τραγούδια σε Ιταλούς φοιτητές κι είχε γράψει ένα τεράστιο άρθρο στην «Αυγή», όχι ως κριτική, αλλά ως κάτι που βιώθηκε. Τα μαύρα και επίπονα χρόνια της χούντας είχαν ταυτιστεί μ’ αυτά τα τραγούδια, μέχρι και στην Ιταλία- σας είπα -φτάσανε. Όταν ο Χατζιδάκις πρωτάκουσε το δίσκο το ’72 βγήκε και είπε στο ραδιόφωνο ότι ήταν ο καλύτερος δίσκος που είχε ακούσει την τελευταία δεκαετία. Θυμάμαι που πρωτακούσαμε τις ηχογραφήσεις του Μάνου με τη Φλέρυ στα ρεμπέτικα, στο σπίτι του Κούνδουρου στο Παρίσι. Μας ξενύχταγε στα καφενεία ο Μάνος, είχε το κουσούρι να μη μπορεί να κοιμηθεί τη νύχτα. Μας κρατούσε στα παριζιάνικα καφενεία μέχρι τις 2 – 3 το πρωί κι όταν έφευγε, λέγαμε «Άντε, χριστιανέ μου, πήγαινε για ύπνο μπας και κοιμηθούμε κι εμείς λίγο» (γέλια) Τεράστια περίπτωση ο Μάνος!

Να πούμε βέβαια ότι πριν τη «Μεγάλη Αγρυπνία», σας είχε τραγουδήσει και η Νάνα Μούσχουρη.
Η Μούσχουρη ήταν τότε ένα δώρο εξ ουρανού. Ήταν ένα κομμάτι που είχα πρωτοβγάλει στην Ελλάδα με τον Μανώλη Μητσιά. Τα πρώτα μου δύο τραγούδια στην Ελλάδα ήταν ένα 45άρι με τη Γαλάνη σε στίχους του Νίκου Γκάτσου. Με φώναξε, λοιπόν, η Μούσχουρη κι έπαιξα με μεγάλη χαρά πιάνο στο στούντιο. Αυτή πούλαγε σαν τρελή τότε και μετά, το ’72, θέλανε να κάνουν ένα «tube», μια μεγάλη επιτυχία, για το καλοκαίρι. Βγήκε σε ένα 45άρι με γαλλικούς στίχους του Σερζ Λαμά και έκανε μεγάλη επιτυχία, πούλησε γύρω στις 500.000! Το δισκάκι αυτό μού’φερε απίστευτα λεφτά. Μέχρι σήμερα εισπράττω, αλλά πιο λίγα, εννοείται. Έκανα το σπίτι μου μ’ αυτό το τραγούδι!

Που ήταν διεθνές, όμως.

Ναι, διεθνές.

Πώς ήταν η Μούσχουρη σαν συνεργάτις;

Μια χαρά ήταν! Ωραία φωνή, δε μπορείς να πεις! Μιλάμε για το ’70. Αηδονάκι ήτανε! Άκουγα και τις δουλειές της στο στούντιο. Όλους τους είχα ακούσει! Και τον Παπαθανασίου άκουσα, αλλά πήγα μία φορά και δεν ξαναπήγα, γιατί θά’φευγα κουφή από κει μέσα. Άκουγαν σε τρομερές εντάσεις κι εγώ έχω ευαισθησία με τον ήχο, δε θέλω να πιέζω τ’ αυτιά μου. Ευτυχώς που βρήκα τον Eicher πού’ναι σαν και μένα, δεν ακούει ποτέ δυνατά.

Τον θεωρείτε τεράστιο ταλέντο τον Παπαθανασίου;

Όχι. Τον θεωρώ έναν πολύ καλό μουσικό και μπράβο του πού’χει πετύχει τόσα πράγματα. Δεν είναι στους δρόμους μου και στο δικό μου ύφος. Πιστεύω ότι όλοι στο είδος τους μπορούν να κάνουν σπουδαία πράγματα και όλους τους σέβομαι, από τον Παπαθανασίου μέχρι τα νέα παιδιά που βγαίνουν. Έχουν όλοι το δικαίωμα στην έκφραση.

Η αλήθεια είναι πως εσείς κάνετε κάτι μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα.

Απ’ την αρχή ήξερα ότι κάνω κάτι αλλιώτικο, γι’ αυτό και δεν έβρισκα κανέναν να μου βγάλει αυτό το δίσκο που λέγαμε στην αρχή, τη «Ρόζα» και την «Περιπλάνηση». Κανένας δεν τό’θελε, αφού δεν είχε μέσα τραγούδια. Σ’ αυτό, ναι, ήμουν πρωτοπορία, στην έκδοση δηλαδή κινηματογραφικής μουσικής. Έκανα μια εταιρεία, την ΗΕΚ, Ηχογραφική Ελένη Καραΐνδρου, και μάλιστα με βοήθησε η Μελίνα. Τυπώσαμε 2.000 κομμάτια και τα κουβαλάγαμε εμείς στα δισκοπωλεία και στους κινηματογράφους. Από κει τα πήραν οι αδερφοί Φαληρέα και τα έκαναν διανομή. Πούλησαν πάρα πολύ τελικά. Μετά αγόρασε τα δικαιώματα η Lyra, επί Μαραβέλια, και τα επανέκδωσε. Τότε κατάλαβα πως αν θες κάτι πάρα πολύ, μπορείς να το πετύχεις.

(σ.σ. τη στιγμή αυτή χτυπάει το σταθερό τηλέφωνο της Καραΐνδρου. «Manfred, hello, how are you?» την ακούω να λέει όλο χαρά. Είναι ο Manfred Eicher στην άλλη άκρη της γραμμής. Τους αφήνω να μιλήσουν και βγαίνω για ένα τσιγάρο στη βεράντα της. Επιστρέφω μετά από πέντε λεπτά) Να, είδατε, σας παίρνει τηλέφωνο τώρα ο Eicher, αλλά εγώ θυμάμαι προ τριετίας που καθόμασταν πάλι εδώ και όταν χτύπησε το τηλέφωνο σας, σας άκουσα να λέτε «Hello, Terence». Ήταν ο σκηνοθέτης Τέρενς Μάλικ κι εγώ είχα καραφλιάσει λίγο, καταλαβαίνετε…

Ο Τέρενς Μάλικ χρησιμοποίησε δύο δικά μου θέματα στην τελευταία ταινία του. Δύο θέματα από τις «Τρωάδες», νομίζω, στην ECM. Το πιο αστείο είναι όμως που ο Τζωρτζ Μίλλερ είχε βάλει στο τελευταίο «Mad Max» δύο θέματα μου από τη «Ρόζα». Δεν θα σου μείνει τρίχα εσένα σε λίγο (γέλια). Σε όλο το «Mad Max» μέσα, υπάρχει αυτό το κλιμακούμενο τέμπο της «Ρόζας». Δεν πήρε αυτούσια τη μουσική μου, αλλά έκανε διασκευή της ειδικά για την ταινία.

Το είδατε το «Mad Max»;

Το είδα. Ενδιαφέρουσα ταινία, γιατί είχε και μήνυμα μέσα με το νερό που στερεύει στη γη κ.λπ. Δεν είναι το είδος κινηματογράφου που λατρεύω, αλλά αυτός είναι καλότατος! Ο Μίλλερ έβαλε κι ένα άλλο θέμα μου από το «Μετέωρο βήμα του πελαργού». Τα deal τα κάνει ο εκδότης μου, ο Eicher. Αυτός συνεννοείται για το τι λεφτά θα δοθούν, αλλά μη φανταστείτε ότι δίνουν κολοσσιαία ποσά. Πάντως παίρνουμε κάποια λεφτά χωρίς να λύνουμε το οικονομικό μας πρόβλημα. Αγαπώ κι έναν άλλο σκηνοθέτη, που με την ταινία του φτάσαμε μέχρι τα Όσκαρ. Λέω για τον Κρίστιαν Φράι με την ταινία «War Photographer» του 2001, που είχε χρησιμοποιήσει μουσική δική μου και του Άρβο Παρτ. Η δημοσιογράφος Amanpour του CNN είχε πει καταπληκτικά πράγματα για τη μουσική μου! Δηλαδή, περάσαμε ξυστά κι από τα Όσκαρ (γέλια). Δεν είχε προταθεί ποτέ ο Αγγελόπουλος, γιατί αν είχε πάει, μπορεί να παίρναμε κι εμείς κάνα Όσκαρ, έτσι δεν είναι; Γιατί δεν προτάθηκε ποτέ ο Αγγελόπουλος;

Γιατί άραγε;

Ξέρω γω, ρε φίλε; Εγώ ξέρω ότι είχα πάρει nomination και είχα πάει στη Βαρκελώνη για το «Λιβάδι που δακρύζει». Είχαμε πάρει nomination τρεις άνθρωποι κι ήταν πολύ σημαντικό, αλλά έδωσαν το βραβείο σε μια εγγλέζικη σαχλαμάρα.

Σκέφτομαι τώρα που μέσα σ’ όλα αυτά, ταινίες, υποψηφιότητες, γνωριμίες, εσείς αισθάνεστε πιο πλήρης που περιμένετε τα εγγονάκια σας για Πρωτοχρονιά.

Ε, βέβαια. Τώρα είναι πιο σημαντικό, γιατί η επίσκεψη θα συνοδευτεί με κατσικάκι στο φούρνο, άρα έχει δουλειά το πράγμα. Έχει πλάκα γιατί σε μια συνέντευξη στο ραδιόφωνο, τους είπα «Άντε, ρε παιδιά, τελειώστε να πάω να φτιάξω το κατσίκι μου» (γέλια). Τους τα απομυθοποίησα όλα!

Είστε άνθρωπος της οικογένειας, έχοντας μεγαλώσει κι έτσι.

Με τους φίλους μου, με την οικογένεια μου, με τους ανθρώπους που αγαπάμε.

Μοναχική είστε;

Η δουλειά που κάνω απαιτεί μοναχικότητα. Παρεούλα δε γίνεται να δουλέψουμε, θέλει απομόνωση κι αυτοσυγκέντρωση. Με τον Αντώνη γι’ αυτό είμαστε τυχεροί, έχουμε ο καθένας το χώρο του.

Πόσα χρόνια είστε μαζί με τον Αντώνη Αντύπα;

30. Για την ακρίβεια, 31. Δεν έχουν σημασία τα χρόνια, εδώ ο Manfred θα γιορτάσει το 2019 τα πενήντα χρόνια της ECM.

Πείτε μου τώρα για την ένταξη σας στην ECM.

Πινγκ πονγκ παίζουμε, έτσι; (γέλια) Αυτό οφείλεται σε πολλές συγκυρίες. Την ECM την ανακάλυψα το ’71 στο Παρίσι. Το ’86 είχα σκεφτεί ένα θέμα για σαξόφωνο, για τον «Μελισσοκόμο», που μόνο ο Jan Garbarek θα μπορούσε να το παίξει. Λάτρευα τη μουσική του, είχε ένα λυγμό στο παίξιμο του που μου πήγαινε πάρα πολύ. Εκ των υστέρων έμαθα γιατί είχε το λυγμό αυτό: Ο μπαμπάς του ήταν Πολωνός πρόσφυγας στη Νορβηγία. Ξέροντας ότι κάνει μουσικές για το θέατρο, έψαξα και τον βρήκα μέσω του Εθνικού Θεάτρου του Όσλο. Μου έδωσαν το τηλέφωνο του και τα αγγλικά μου τότε ήταν πανάθλια. Του είπα «Έχω ένα θέμα και θέλω να το παίξεις εσύ», «Great» απάντησε κι εκεί έληξε η συζήτηση. Με το «Great», σκέφτηκα, δεν πάμε πολύ μακριά, οπότε του είπα «I will come in Norway». Ήρθαν τελικά και με πήραν με τη γυναίκα του από το αεροδρόμιο. Ο Αγγελόπουλος, εν τω μεταξύ, που ν’ ακούσει για Garbarek! Του πάω ν’ ακούσει ένα δίσκο της ECM με τον Garbarek, του λέω «Αυτός θέλω να παίξει τη μουσική μου για τον ”Μελισσοκόμο”». «Που ειν’ αυτός;» με ρωτάει ο Θόδωρος. «Στη Νορβηγία»! «Κάναν άλλον πιο κοντά δεν έχουμε να παίξει;» και μου προτείνει έναν γνωστό Έλληνα σαξοφωνίστα. Του λέω: «Κοίτα, εγώ δε θέλω σαξόφωνο, τον Garbarek θέλω»! Τέλος πάντων, σηκώθηκα και πήγα ιδίοις εξόδοις, έφερα τον Garbarek και τον πλήρωσα, αλλά να πω ότι και ο Θόδωρος δεν ήταν σίγουρος για το αν ήθελε σαξόφωνο. Μετά, όμως, όταν έβαλε τη μουσική στην ταινία, ήταν γενναιόδωρος, έλεγε στους δημοσιογράφους: «Η Ελένη επέμενε και είχε δίκιο».

Μην το συζητάτε, λουκούμι τού ’κατσε κι ένας Garbarek στην ταινία του, πού ’ναι κι απ’ τις αγαπημένες μου.

Ναι, το ’88 ο Garbarek ξανάρθε κι έπαιξε στη συναυλία μου στο Ηρώδειο που ο Μάτσας δεν ήθελε να δισκογραφηθεί. Του λέω «Βγάλτο και θα πουλήσει», όπως και έγινε. Τρελάθηκε ο Μάτσας! Χρυσός δίσκος την εποχή που οι χρυσοί δίσκοι ήταν πάνω από τριάντα χιλιάδες!

Στα soundtracks του Αγγελόπουλου τραγούδησαν οι φίρμες, Νταλάρας – Αλεξίου. Με ποιο κριτήριο τους επιλέγατε;

Ο Αγγελόπουλος ήθελε έναν λαϊκό τραγουδιστή. Εκείνη τη στιγμή πιο καλός απ’ τον Νταλάρα δεν υπήρχε! Του άρεσε κιόλας, τον ήθελε. Για το πιο ερωτικό κομμάτι ήθελε την Αλεξίου. Ε, υπήρχε πιο ερωτική τραγουδίστρια απ’ την Αλεξίου; Στον «Έρωτα Πανσέληνο» είχε γράψει εξαιρετικούς στίχους ο Μύρης! Το είπε τέλεια το κομμάτι η Αλεξίου, είχε ένα τεράστιο μοναδικό άνοιγμα στη φωνή της. Δηλαδή ένα, δε θέλω άλλο, μου φτάνει αυτό το ένα το τέλειο από την Αλεξίου! Πάμε πάλι στον Garbarek: Το ’88 πριν γίνει δίσκος η συναυλία του Ηρωδείου, του έστειλα μια κασέτα με την ηχογράφηση και ένα βίντεο. Τη μέρα που το έλαβε με DHL στο σπίτι του, ήταν ο Eicher εκεί.

Κωλοφαρδία!

Ναι, αλλά βέβαια αυτός με είχε βάλει στο μάτι, αφού τού’χε δώσει την έγκριση να έρθει να παίξει. Του είπε «Είναι καλή αυτή», έχοντας ακούσει το soundtrack από το «Ταξίδι στα Κύθηρα» που τού’χε αρέσει. Η συναυλία στο Ηρώδειο έγινε 6 Σεπτεμβρίου του ’88 στα γενέθλια του γιου μου. Από κει και πέρα μιλάγαμε συνέχεια με τον Eicher για το πότε θα βρεθούμε, μα όλο κάτι τύχαινε. Ένα χρόνο μετά, το ’89, με κάλεσε στο Μόναχο να του πάω υλικό. Πήγα κουβαλώντας εκατοντάδες κασέτες με μουσικές μου. Άκουγε μια το ένα, μια το άλλο με ενθουσιασμό.

Με τη Μικρή Άρκτο, ωστόσο, εδώ στην Ελλάδα κυκλοφόρησε όλο σχεδόν το ανέκδοτο έργο σας.

Πριν τη Μικρή Άρκτο, που «συναντηθήκαμε» το 2008, είχα ψηφιοποιήσει με δικά μου έξοδα το αρχείο μου. Μου έλεγε η Φοίβη, η γυναίκα του Αγγελόπουλου: «Κάνε κάτι να πάρεις επιχορήγηση να ψηφιοποιήσεις το αρχείο σου, όπως κάναμε εμείς». Εγώ πάλι ήθελα να τα κάνω όλα μόνη μου, με τα δικά μου τα λεφτάκια, να είμαι ελεύθερη, να μη χρωστάω τίποτα σε κανέναν. Τα έκανα όλα σιγά – σιγά, αφού κινδύνευαν να καταστραφούν οι μουσικές μου. Τα πράγματα, ξέρετε, δεν σώζονται αιωνίως. Μετά γνώρισα τη Μικρή Άρκτο που έκαναν ένα καταπληκτικό λεύκωμα για τις δουλειές του άντρα μου στο θέατρο. Εκεί μέσα υπάρχει η Παΐζη ηχογραφημένη απ’ τον Σμυρναίο, ένα καταπληκτικό ντοκουμέντο! Τρεις μήνες καθόταν μαζί μου ο Ανδρέας Γεωργιάδης για να κάνουμε το βιβλίο. Έτσι, τους υποσχέθηκα να τους δώσω όλες τις μουσικές μου για τις παραστάσεις του Αντώνη, ψηφιοποιημένες, να βγουν σε CD. Ήμασταν όλοι ευτυχισμένοι. Ακολούθησαν οι μουσικές μου για την τηλεόραση, «Λωξάντρα» κ.λπ. και από όλο το θέατρο. Η μουσική μου για το σήριαλ «Δέκα» κυκλοφόρησε σε συμπαραγωγή με την ECM, αφού δεν ήθελε η ECM καλλιτέχνης του καταλόγου της να βγάζει άλλα πράγματα εδώ πέρα. Εγώ είμαι και πολυγραφότατη, δε μπορεί η ECM να βγάζει κάθε χρόνο τρία έργα της Καραΐνδρου! Έδωσα εν ολίγοις το αρχείο μου στα παιδιά με το δικαίωμα των πέντε χρόνων. Τα έχει και ο Eicher όλα, σε περίπτωση που θελήσει να επανακυκλοφορήσει κάτι απ’ την ECM.

Η οποία ECM άλλαξε δίκτυο διανομής στη χώρα μας. Πλέον την εκπροσωπεί η AN Music με τον Νίκο Βοζίκη.

Τον Βοζίκη τον ήξεραν στην ECM από το «Jazz+Τζαζ» και τη Lyra επί Πατσιφά, όπως ήξεραν και τον Γιώργο Χαρωνίτη. Ο Eicher τους έχει σε εκτίμηση και κυρίως ο άνθρωπος που τρέχει τους δίσκους της ECM. Αυτός δηλαδή ήρθε σ’ επαφή με τον Βοζίκη. Είναι καλός, μ’ αρέσει και σαν τύπος. Έχοντας το ένστικτο του χωριού, ξέρω πως αυτός είναι λαϊκό παιδί, μουσικόφιλος και δουλευταράς.

Στο καινούργιο σας CD συνεργάζεστε με δύο νέους σκηνοθέτες.

Ναι, πρόκειται για δύο καλλιτέχνες στη γενιά των σαραντάρηδων. Και οι δύο – είναι τρελό αυτό – με ανακάλυψαν στα 20 τους και έγραφαν τα έργα τους, ακούγοντας τη μουσική μου! Δε λέω καμία υπερβολή τώρα! Ο Mouawad είναι καλλιτεχνικός διευθυντής του μεγαλύτερου παρισινού θεάτρου, ηθοποιός, συγγραφέας πολλών μυθιστορημάτων και πάνω από δέκα θεατρικών έργων. Πριν δύο χρόνια ήρθε και με βρήκε για να του γράψω μουσική για το έργο που θα έγραφε. Μου είπε το θέμα που είναι με δυο λόγια η ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας με φόντο το Ισραήλ και την Παλαιστίνη. Ο Mouawad είναι χριστιανός Μαρωνίτης του Λιβάνου που σε ηλικία δέκα ετών πήγε στον Καναδά και εκεί διέπρεψε, φτάνοντας να διευθύνει θέατρα. Με το έργο «Tous des oiseaux» έκανε τουρνέ σε όλη τη Γαλλία, όπως και στο Ισραήλ. Μέσα στο ’19 θα συνεχίσει τουρνέ στον Καναδά. Στην πρεμιέρα που πήγα πριν ένα μήνα είχαν παραστεί οι πρεσβείες και του Ισραήλ, και της Παλαιστίνης, μια και ο Mouawad πρεσβεύει με το έργο του την αγάπη και τη συμφιλίωση των ανθρώπων. Το έργο που διαρκεί τέσσερις ώρες, μιλάει σε πολλές γλώσσες και καθόλου στα γαλλικά: Αγγλικά, γερμανικά, εβραϊκά και αραβικά με γαλλικούς υπέρτιτλους. Αν έρθει εδώ στην Ελλάδα, θα σκίσει! Στις ηχογραφήσεις για το «Tous des oiseaux» δούλεψα και με τη φωνή της Σαβίνας Γιαννάτου, ένα εύπλαστο ξεχωριστό όργανο, που περικλείει δύο κόσμους: Της κλασικής μουσικής, της δυτικότροπης, αλλά και της παραδοσιακής, η οποία διακρίνεται για τον μελισματικό της πλούτο και την ιδιαίτερη χροιά της. Τον περασμένο Οκτώβρη, στο φεστιβάλ του Έσλινγκεν την Γερμανίας, μέσα σε μια παλιά εκκλησία, η Σαβίνα τραγούδησε όλα τα φωνητικά μέρη από τη «Μήδεια» μου. Μαζί της ήταν και το σχήμα του Σωκράτη Σινόπουλου. Ο Eicher που ήταν παρών, είχε συγκινηθεί πάρα πολύ! Δύο μήνες πριν γίνει η παράσταση του Mouawad, ήρθε και το τηλεφώνημα από τον Maadi. Ιρανός που έχει μεγαλώσει στη Νέα Υόρκη που τώρα ζει στην Τεχεράνη. Μου έστειλε την ταινία και πολύ σύντομα βρήκα τα θέματα. Δεν μου ζήτησε, σημειωτέον, ν’ ακούσει τίποτα. Το «Bomb, a love story» περιγράφει τη ζωή μιας γειτονιάς κατά τους βομβαρδισμούς του Σαντάμ. Του έγραψα ένα ωραίο βαλς στη σκηνή που οι κάτοικοι προσπαθούν να κρυφτούν στα καταφύγια.

Μη μου περιγράφετε σκηνές, δεν χρειάζεται. Είναι τόσο αυθύπαρκτες οι μουσικές σας!

Τα λέω απλά γιατί δεν ήξερα αν θά ’χω χρόνο ν’ασχοληθώ με την ταινία του, αλλά τελικά έκατσα κι έγραψα.

Χτυπάει το τηλέφωνο σας από το εξωτερικό για συνεργασίες;

Ου, συνέχεια. Τώρα με κυνηγάνε πολλοί Κούρδοι. Κι από το Ισραήλ, επίσης. Δυστυχώς δεν τα προλαβαίνω όλα.

Τους ρωτάτε κατευθείαν για το τι budget έχουν;

Τα λεφτά εννοείτε;

Ναι.

Όχι, καλέ. Για να φτάσω στο σημείο να μιλήσω για λεφτά πρέπει να μού ’χει «μιλήσει» και να μ’ έχει συγκινήσει η ταινία.

Μπράβο σας! Κυρία Καραΐνδρου, τα είπαμε όλα και με το παραπάνω. Τι σκοπεύετε να κάνετε στο εξής;

Δεν σκοπεύω τίποτα. Καλά νά’μαστε! Να έχουμε καλή καρδιά και θετική σκέψη! Αυτό που αρρωσταίνει τους ανθρώπους είναι να σκεφτόμαστε άσχημα, λάθος. Το να αγαπάς τον συνάνθρωπο σου είναι γιατρικό για μένα. Εντάξει, είπαμε, δεν γίνεται ν’ αγαπάς και τους φασίστες! Με τρομάζει όλη αυτή η άνοδος του φασισμού. Πιστεύω πως η Ευρώπη χειρίστηκε λάθος τα πράγματα και σήμερα ζούμε καταστάσεις Βερολίνου του 1920. Ο κόσμος πεινάει παντού και ο φτωχούλης που δεν έχει να φάει είναι εύκολη λεία της ακροδεξιάς. Πιστεύετε πως όλοι αυτοί που ψηφίζουν εδώ Χρυσή Αυγή είναι ναζιστές; Όχι, πεινασμένοι είναι…

Η πείνα δεν δικαιολογεί το ναζισμό.

Το λέτε εσείς που είστε μορφωμένος, ο άλλος όμως που δεν έχει ακούσει ή διαβάσει τίποτα; Εδώ μας λένε ότι δεν έγινε το Ολοκαύτωμα, τι να λέμε τώρα; Είμαι πολύ ανήσυχη…Μεγαλώνουμε παιδιά κι εγγόνια και δεν ξέρουμε σε τι κόσμο θα ζήσουν. Ο καλλιτέχνης ένα τρόπο έχει για να επιβιώσει: Να αγκαλιάζει όσο περισσότερο κόσμο γίνεται με τη δουλειά του!

Σας εύχομαι να έχετε μια υπέροχη καινούργια χρονιά.

Το ίδιο κι εγώ, σε εσάς, στους αναγνώστες μας, σε όλο τον κόσμο. Αγάπη και αλληλεγγύη, τίποτα άλλο!